κλεινός

κλεινός
-ή, -ό(ν) (AM κλεινός, -ή, -όν, Α ιων. τ. κλεεινός, αιολ. τ. κλεενός)
ένδοξος, περίφημος, επιφανής, διάσημος, ονομαστός (α. «κλεινά Σαλαμίς», Σοφ.
β. «ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ», Αισχύλ.
γ. «ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. «το κλεινόν άστυ» — η Αθήνα
αρχ.
1. (στην Κρήτη) ο ερώμενος απὸ άνδρα νέος, ο νέος που αγαπιόταν και θαυμαζόταν για το κάλλος του («διάσημον ἐσθῆτα φέρουσιν, ἀφ ἧς γνωσθήσεται ἕκαστος κλεινὸς γενόμενος
τὸν μὲν γὰρ ἐρώμενον καλοῦσι κλεινόν», Στράβ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «Κλεινοί, οἱ εἰς τὰ παιδικὰ ἐπὶ κάλλει ἁρπαζόμενοι παῖδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. κλεεινός < *κλεFεσ-νός (< θ. *κλεFεσ- τού κλέος) με σίγηση τού -F- και σίγηση με αντέκταση τού -σ-. Με περαιτέρω συναίρεση τού φωνηεντικού συμπλέγματος -ε-ει προέκυψε ο τ. κλεινός, ενώ μαρτυρείται και αιολ. τ. κλεενός. Επίσης < *κλεFεσ-νός με σίγηση τού -F-και σίγηση χωρίς αντέκταση τού -σ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλεινός — famous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινά — κλεινός famous neut nom/voc/acc pl κλεινά̱ , κλεινός famous fem nom/voc/acc dual κλεινά̱ , κλεινός famous fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινότερον — κλεινός famous adverbial comp κλεινός famous masc acc comp sg κλεινός famous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινοτάτων — κλεινός famous fem gen superl pl κλεινός famous masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινοτέρων — κλεινός famous fem gen comp pl κλεινός famous masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινῶν — κλεινός famous fem gen pl κλεινός famous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινόν — κλεινός famous masc acc sg κλεινός famous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεινότατον — κλεινός famous masc acc superl sg κλεινός famous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειναῖς — κλεινός famous fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειναῖσιν — κλεινός famous fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”